Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2020

ΔΡΟΜΟΙ ΑΟΡΑΤΩΝ ΤΟΠΙΩΝ ΠΟΙΗΣΗΣ ΜΕ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΕΡΩΤΑ

 Με καίνε οι δρόμοι με τα ξερά τους όρια που ξετυλίγονται

και ξετυλίγονται σαν μακριές πεθαμένες ψυχές

και προσπαθούν τη γέννα μας να πιάσουν

και καταπίνουν τους λεπτούς μας ήχους

 

Πήρα μαζί μου ένα δρόμο μια φορά

κι η πείνα του σαν προδοσία ρουφούσε το λευκό τραγούδι μου

και η πρησμένη σκόνη του κρύωνε τη ζωή μου

 

Καχεκτικοί δρόμοι που θρέφετε  τη γύμνια σας μ’ εμάς

Κατευθείαν στηθήκατε στ’ αλώνι και καρτερείτε

μέχρι να γίνει θρύψαλο η γέννα που φυλάγω στο μυαλό

 

Πού να τραβήξω τώρα μια πολιτεία κατόμοια με μορφή ιδέας

να χτυπήσει τα τύμπανα της ταραχής 

έτσι απ’ την καρδιά να στάξει αίμα ζωηρό

το καρφωμένο στόμα να γεμίσει

 

Ανεβαίνω στη μέση των δρόμων και συλλογιέμαι τις παλάμες

που κυνηγούν το λαιμό σου

ο λαιμός τεντωμένος στην άσφαλτο

και τα χέρια σαν μέλη ζωντανά σαλεύουν στην άγονη πόλη –

μες στο κεφάλι σου ω μέσα σου βαθιά

το νόμο του λευκού να σταματήσουν

 

Πάνω στο σιωπηλό μου Κ ανεβαίνω κι απλώνομαι σαν νύξη σκέψης

και να το Κ αλλαγμένο

των δρόμων τα περάσματα ματώνει

μα το δικό σου δέρμα τσακισμένο άσπρο την άσφαλτο λερώνει

 

Ω αγαπημένε μου    αν έσφιξα στα χέρια μου τη νύχτα

είναι γιατί χάνομαι ανάμεσα στους δρόμους

που τρέχουν στο μάγουλό μου

ωραία μπλε δάχτυλα και ύπουλα χαϊδεύουν την καρδιά

 

Το ξέρω πως τα γκρίζα δευτερόλεπτα δεν έχουν τις αντανακλάσεις τους

λευκό

μα τόσοι ψίθυροι του πλήθους έγιναν βάρος κι απειλή

μες στις σκληρές μου φλέβες

 

Δε με βαραίνει η νύχτα, αγαπημένε μου,

και η κραυγή μου που ξανάρθε πίσω

 

Ένας νεκρός που αναδίπλωσα σε σχήμα ατιμώρητο

αυτός ανεβαίνει και κατεβαίνει τις προσόψεις του σπιτιού μου

και με το βάτος του λερώνει τις κραυγές μου

[ΔΡΟΜΟΙ Ι, ΙΙ και ΙΙΙ από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ, εκδόσεις Λιβάνη 2007 που συνεχίζονται αμέσως παρακάτω: ΔΡΟΜΟΙ ΙV,  V και VI

Από την ίδια συλλογή ανθολογούνται και τα ποιήματα:

ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ Ι, ΙΙ και ΙΙ Η ώρα ήτανε για δαίμονες λένε

ΜΕ ΕΡΩΤΑ και ΕΡΩΤΑ Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, IV, και V και

δύο ΑΤΙΤΛΑ ποιήματα μια μέρα που ο αέρας έφτασε αταίριαστος με πελώρια γινωμένα κλαδιά…  

 

ΔΡΟΜΟΙ (συνέχεια από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ 2007)

ΔΡΟΜΟΙ IV

Πάνω στο δρόμο

οι δυο σου μνήμες

κρεμασμένες από λυγμό

και από θάλασσα

 

και τα χέρια σου

που τρίζουν υπόκωφα

ψάχνοντας για ένα χρώμα

για μια λέξη

για ένα κάτι

 

ετούτα τα χέρια που αφέθηκαν να φθαρούν

φτιάχνοντας τόνους σάρκας ακόρεστης

 

ΔΡΟΜΟΙ V

Χτες βράδυ

το γέλιο πέταξα ψηλά

στην καρδιά των μαύρων δρόμων

που παγιδέψανε τη γη

 

Η τήβεννός μου αμολημένη

αγγέλους έβρεχε τρελούς

το ίδιο και η μαντίλα μου

στοιχειώνοντας σοκάκια και θεούς


Χτες βράδυ

μες στης νύχτας τα σάπια

με παράχωσα

λεκιάζοντας στο μάκρος

το κορμί της

με αίμα απ’ το γέλιο μου

 

ΔΡΟΜΟΙ VI

Ξέρεις,

πάντα είχα μια κλωστή από μετάξι

να ράβω τις πληγές

που μ’ έβρισκαν καθ’ οδόν

κρυμμένες πάνω σε αγίους

και σε αγέννητων αγγέλων μάτια

 

Μ’ αυτή κάρφωνα και τις φωνές

που περιστρέφονταν κουβάρι

στο παλτό μου

ακόμα και στο ρουμπινί αίμα

του λαιμού

επίμονα ρέοντας κλάμα βιολετί

 

Το κλάμα,

που έπεφτε σαν υγρό δόγμα

πάνω στο ντο της φωτιάς

το πισωγύριζα με το κραγιόν μου

ανέγγιχτο

στο ανοιχτό του στόμα

 

Φαντάζομαι πως τα ρούχα μου

γίναν τόσο ευάλωτα ξαφνικά

απ’ τις κλωστές που τράβηξα

να κλείσω στα πλευρά μου

πέντε πολύτιμα κατώφλια

 

 

ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ… Ώρα για δαίμονες λένε…

Ι

Μια κηλίδα με κουκούλα ήταν

που αποτύπωσε η μηχανή μου

εκεί στη στροφή της οδού Ακαδημίας…

 

Βρισκόμουν πολύ κοντά της

και μου ’δωσε την ιδέα

να τη μεγαλώσω δοκιμαστικά

εγώ μία ασήμαντη φωτογράφος

σαν πόρνη να ψάξω την άλλη πλευρά

να μαντέψω που έκρυβε το φόβο

 

Κείνη την ώρα έτρεμα θαρρώ

ωστόσο οι φλέβες μου σκληρές πάλλονταν

και ξεγύμνωναν τις ράφτρες

που φιλούσαν κοιλιές

και σκαρφάλωναν στα ραβασάκια

που έμπαιναν στις εκκλησιές

κι έβαζαν υποψηφιότητα

να ονοματίσουν της μάγισσας τα πανιά

που έδεσαν τα μάγια στο εσωτερικό

 

Κι ήμουν παρακινημένη

από μια ιδέα μέγιστης αλήθειας

καθώς κύλησα μέσα στην ύφανσή της

και πλησίασα το θρέμμα της

 

Τι σκηνικό!!!

 

Εγώ και τα μαλλιά μου

στριμωγμένα λίγο

στο μαύρο λάφυρο

να ονοματίζουμε στη διαπασών

την πανούργα καπελού

και η κηλίδα σκόρπια κάτω απ’ το τραπέζι

να χειροκροτεί την τιμή που πουλήθηκε

στην ώρα του αθεϊσμού

 

ΙΙ

Η ώρα ήτανε για δαίμονες

λένε,

που σφάζουν με τα χέρια

την κηδεία του θεού

όταν το κορμί της γυναίκας πύκνωσε

τον αέρα

με την αγγιγμένη της σινδόνη

 

όταν μες στην ανάγκη του

ξετυλιγμένη χύθηκε

κι ο τόπος γέμισε

της ήβης της το μαύρο

και μολεμένα σωθικά

 

Έτσι

ξανά

στα χέρια του

ανέβηκε

ο θάνατος

 

ΙΙΙ

Πώς να ξεχάσω τις λεπτομέρειες, έλεγε

που ανοίγουν

στο επίκεντρο της μνήμης

νέους λαβύρινθους

 

που αναιρούν το αλφάβητό μου

στις τεθλασμένες του εγκεφάλου

με υποθέσεις αίματα

διότι

η Τρίτη αγγειοφόρος άκρη

μεταμοσχευμένης μήτρας

 

Α, πώς να σταθώ πάλι

στη σημαδεμένη μου διεύθυνση

με λήθη

που ο δεδηλωμένος όφις

χαράζει το μέσα του παρόντος

μ’ ακονισμένους λίθους

[από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ 2007]

 

 

ΜΕ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΕΡΩΤΑ (από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ 2007)

-Ι-

Είναι πολύ πιθανό

αν συνεχίσεις να μου μιλάς

σαν μια ολοζώντανη αγαπημένη

θα τυλίξω το κορμί μου

στα όνειρά σου

να γίνω της νύχτας σου καρπός

 

Θα μεταμορφωθώ κι εγώ

σε κοχύλι

να τρυπώ τους κακοήθεις ασβεστόλιθους

με έρωτα

και έρωτα

 

Είναι πιθανό

να φτάσω με ακρίβεια

ως το τέλος

αναβιώνοντας

μέρες νύχτες όνειρα

με έρωτα

και έρωτα

 

Κι η μια χούφτα άμμος

που θα σταματά σε μάκρη και σε πλάτη

με την καρδιά σου που χτυπά

μέσα σε όμορφη γυναίκα

ανώφελους θησαυρούς θα φυλά

γιατί ο έρωτάς μας

μ άλλο χρόνο θα εκφράζεται…

 

Αν συνεχίσεις να μιλάς

με έρωτα

και έρωτα…

 

ΙΙ

Απ’ το βαθύ του ύπνο ξύπνησε

εκείνος

άνδρας ωραίος και θαμπωτικός

συλλαβίζοντας τη θάλασσα αγάπη μου

μοιράζοντας τα μάτια του στο κύμα

Με περίμενε

φορώντας τόσες ώρες ανέμου

στο βλέμμα του

φυλάγοντας στη γη που ’μοιαζε με καράβι

ένα σπίτι

Με περίμενε

και χώριζε τη νύχτα στα δύο

και φορούσε στη ψυχή του κατάσαρκα

ήχο και φως

στο πρόσωπό μου να ιερουργήσει

 

Άλλαζαν οι καιροί

κι εκείνος επίμονα καλούσε

τους στοχασμούς του ανοίγοντας μπροστά μου

τις πύλες σπάζοντας

και σχηματίζοντας βωμούς δακρύων

στο όνειρο του να υποκλιθούν

Ω!!! Ναι, εκείνος

επίμονα διψασμένος

μάτωνε τ’ άδυτο της ψυχής

μιλώντας και μιλώντας

τα λόγια στάζοντας

μην και τυχόν στεγνώσουν τα ποτάμια

 

Κι εγώ

Αφτιασίδωτη άκουα όλα άκουα

τ’ αλύχτημα της μοναξιάς του

και κατέλυσα τη γραφή με γαλάζια φωτιά

και μ’ οδήγησα μ’ εκατό ήχους

και δαχτυλίδι μοβ

στα χείλια του απάνω

 

Εγώ που υπνοβατούσα

τόσο κοντά στο πρόσωπό του

μ’ έντυσα αόμματη

κι έκλαψα για το δάκρυ μου

στα μάτια του που ζούσε…

Ω!!! Δεν άντεχα ψυχή μου

ο ήλιος να μην ανατείλει

και το σπασμένο είδωλό μου

συνταίριασα επάνω στον καθρέφτη

 

ΙΙΙ

Το δυνατό φεγγάρι

έπεφτε στον αέρα που γδυνόσουν

θαρρείς στρογγύλευε

όλες σου τις ραγισματιές

 

Ξάφνου γυναίκα

γλίστρησες στη νύχτα

πιο σκοτεινή

ονειροπόλα

 

Αχ, γυναίκα

νύχτιο φιλί

 

Σαν έρωτας πλαγιάζεις

τώρα

σαν έρωτας

κάτω απ’ το ρούχο

και το δέρμα

 

IV

Μ’ αρέσεις έτσι ακριβώς

που ανεβαίνεις σιγά-σιγά

με την ιδανική ομορφιά σου

στα μύρια της γης

 

έτσι ακριβώς

αόρατε άνεμε

όταν ψάχνεις

μες στην ανάσα του κόσμου

να με βρεις

 

Ω!!!

Αληθινά σου λέγω

μ’ αρέσεις

έτσι που γίνεσαι

σιωπή

μέσα στο σμάλτο

των ονείρων μου

 

V

Αλλά εγώ θα σβήσω

τη δίψα μου

σε μια σταγόνα σου

βροχής

έρωτά μου

 

θα σε ταξιδέψω

με τη φωνή σου

στα πέλαγα

 

ολόκληρη θα με χτίσω

με την κραυγή

της γέννησής σου

 

τη μοίρα μου

γυμνή θα περπατήσω

σε πορφυρή χαρά

ετούτη τη φωτιά σου

δοκιμάζοντας

 

 

ΑΤΙΤΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

μια μέρα που ο αέρας έφτασε αταίριαστος

Ι

Μια μέρα

ο αέρας έφτασε αταίριαστος

με πελώρια γινωμένα κλαδιά

και ξοπίσω του

το φεγγάρι

ανήσυχο στενό

 

Πεισματικά σταθήκανε στην πόρτα σου

και τη μυρίζανε

εφτά φορές

και τη στυλώνανε με πέτρες

στ’ αλήθεια θάνατο μυρίζανε

 

Κι η θάλασσα λίγο πιο κάτω

κρεμόταν στα παράθυρα

λυγίζοντας αδύναμη

και κάποιος άλλος

τ’ ορκίζομαι

έκλαιγε πάνω στην πληγή σου

 

Και ήταν τότε που ψιθύρισα

αγαπημένη μου πού πας;

τον άνεμο γιομίζοντας

νεκρά μανίκια…

 

ΙΙ

Κι έφυγε…

Εκείνη έφυγε

κρατώντας σφιχτά το χρώμα

βυθίζοντάς το ξανά και ξανά

στα δάχτυλά της

 

στις κατηφόρες τ’ ουρανού

ανοίχθηκε

κι από ψηλά

λέξεις της άφησε να πέφτουν:

 

Α… φλάουτα

που θρηνείτε

φλάουτα που δακρύζετε

τυλιγμένα

στο σκοτεινό κουβάρι

της ομίχλης

ακριβό χρώμα θα ρίξω

στην ασημένια σας άγκυρα

ευλογημένο φως θα στάξω

στη φριχτή σας θλίψη

οι θρόμβοι του αίματος ν’ ανασάνουν…

 

Κι εσύ της θάλασσας αστέρι

που τρυφερό σαν ποιητής

με στίχους με αποχαιρέτισες

πάνω στο στήθος σου

στήθος με όνειρο θα χτίσω…

 

Ω!!! Ναι…

Τον πόνο τώρα που σε συνεπαίρνει

για πάντα θα σωπάσω

μεθώντας το λευκό χαρτί σου

μόνο με χρώμα Golden Blue

 [από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ 2007]

 

Η ΦΩΝΗ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΣΤΡΟΒΙΛΙΣΕ ΤΟΝ ΑΕΡΑ Μ’ ΕΝΑ ΣΤΙΓΜΙΑΙΟ ΧΡΩΜΑ ΠΟΘΟΥ… (με Έρωτα και Έρωτα):

το χείλι της ακόμα αιωρείται στις έρημες σανίδες της σκηνής όπως και η άκρη μιας χορδής που μάζεψε τον πόθο της     Είδα τα μάτια σου φλογισμένα να σέρνουν το βράδυ χωρίς τίποτα πια λευκό μέσα τους     «Αυτός ο αέρας τρέμει τόσο που περνά μέσα από τα μάτια μου και χιλιάδες έννοιες κρεμνά»     Σε κοίταζα στα χείλη και το τραγούδι σακατεμένο κάτω απ’ τα ψιθυρίσματα     «Κι όμως εκείνοι που ταξιδεύουν μέσα σε πληγές μιλούν για το τραγούδι μου»     Σε κοίταζα κι είδα πολλά φεγγάρια στα βαθιά να θρέφονται στον ίδιο τόπο που γλιστρούν οι ήλιοι     [ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ Αόρατων Τοπίων Ποίησης Κατερίνας Κατσίρη]

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ